- Θρᾳκοφοίτης
- Θρᾳκοφοίτης, ου, ὁ,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Θρακοφοίτης — Θρᾳκοφοίτης, ὁ (Α) αυτός που πηγαίνει συχνά στη Θράκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θρᾴκη + φοιτης < φοιτώ (πρβλ. ουρανο φοίτης, υψι φοίτης)] … Dictionary of Greek
Θρᾳκοφοῖται — Θρᾳκοφοίτης one who keeps going to Thrace masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)